Βενετσιάνο, Ντομένικο

Βενετσιάνο, Ντομένικο
(Domenico Veneziano, Βενετία 1406 – 1461). Ιταλός ζωγράφος. Επιδόθηκε από πολύ νωρίς στην ελαιογραφία και απέκτησε μεγάλη φήμη στην Ιταλία όπου εργάστηκε στη διακόσμηση ναών. Στη Φλωρεντία ανέλαβε να διακοσμήσει ένα παρεκκλήσι μαζί με τον Αντρέα ντελ Καστάνιο, ο οποίος, όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής, δεν γνώριζε την τέχνη της ελαιογραφίας και ζήτησε από τον Β. να τον διδάξει. O μαθητής όμως δεν ικανοποίησε τον δάσκαλο. Τυφλωμένος τότε o πρώτος από το πάθος της φιλοδοξίας, χτύπησε τον Β. στο κεφάλι και τον σκότωσε. Από τα βεβαιωμένα έργα του Β. δεν διασώθηκε παρά μόνο ένας πίνακας στη Φλωρεντία (Ουφίτσι), ενδεικτικός της μεγάλης του τέχνης σε ό,τι αφορά τη χρήση των χρωμάτων στις ελαιογραφίες. Στον ίδιο αποδίδονται πάντως και διάφορα άλλα έργα (κυρίως Παναγίες), που βρίσκονται σε μουσεία όλου του κόσμου. Με το επώνυμο Β. αναφέρονται δύο ακόμα Ιταλοί καλλιτέχνες: ο Αντόνιο (1309-84), ζωγράφος, και ο Αυγουστίνος (; – 1536), χαλκογράφος και χαράκτης. «Ο άγιος Ζηνόβιος και η αγία Λουκία», έργο του Ιταλού ζωγράφου Ντομένικο Βενετσιάνο, ενδεικτικό της μεγάλης του τέχνης, σε ό,τι αφορά τη χρήση των χρωμάτων στις ελαιογραφίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ντομενικίνο — (Domenichino, Μπολόνια 1581 – Νάπολη 1641). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Ντομένικο Ζαμπιέρι (Domenico Zampieri). θεωρείται ένας από τους πιο έγκυρους εκπροσώπους του ρωμαϊκού κλασικισμού. Διαμορφώθηκε στο περιβάλλον του Ανίμπαλε… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • Μπαλντοβινέτι, Αλέσιο — (Alessio Baldovinetti, Φλωρεντία 1425 – 1499). Ιταλός ζωγράφος. Διαμορφώθηκε πιθανότατα στη σχολή του Φρα Αντζέλικο και κυρίως στη σχολή του Ντομένικο Βενετσιάνο. Τα λίγα σωζόμενα έργα του παρουσιάζουν αναλογίες με την τέχνη του Αντρέα ντελ… …   Dictionary of Greek

  • Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα — (Piero della Francesca και σωστότεραde’ Franceschi, Μπόργκο Σαν Σεπόλκρο, Αρέτσο μεταξύ 1415 και 1420 – 1492). Ιταλός ζωγράφος, ένας από τους πρωταγωνιστές της Αναγέννησης και τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες των αιώνων. Διαμορφώθηκε στη Φλωρεντία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”